- ὀδοντοφόρος
- ὀδοντο-φόρος, ον,A bearing teeth, κόσμος ὀ. an ornament for horses, consisting of strings of teeth, AP6.246 (Phld. or Marc. Arg.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οδοντοφόρος — α, ο, θηλ. και ος (Α όδοντοφόρος, ον) αυτός που έχει δόντια νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το οδοντοφόρο μικρή προεξοχή με μικροσκοπικά δόντια που έχουν στο στόμα τους τα μαλάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φόρος*. Η λ. ως επιστημονικός όρος τής… … Dictionary of Greek
ὀδοντοφόρον — ὀδοντοφόρος bearing teeth masc/fem acc sg ὀδοντοφόρος bearing teeth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek